DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
mucronato adj.
agric. λεπτακανθίζων; οξεία οδόντωση; οξείς οδόντες
med. οξύληκτος; αιχμηρός; μυτερός
mucronato
: 2 phrases in 2 subjects
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences1