DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
macchiato m
med. κηλιδωτός m; πιτσιλωτός m; στικτός m
macchiato v
gen. που έχει αποχρωματιστεί
agric. στιγματισμένος
med. κηλιδωμένος
macchiato
: 9 phrases in 3 subjects
Communications4
Life sciences1
Natural sciences4