DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
liquidazione m
gen. ρευστοποίηση
fin. εκκαθάριση; εκπλήρωση συμβολαίου
insur. εκκαθάριση εταιρίας; ρευστοποίηση εταιρίας
law, fin. προβαίνει σε εκκαθάριση
law, market. εκκαθάριση επιχείρησης
liquidazione
: 113 phrases in 19 subjects
Accounting1
Business1
Coal1
Construction1
Economics8
Education1
Finances40
General1
Government, administration and public services1
Insurance11
International trade1
Law32
Marketing4
Metallurgy1
Natural sciences1
Procedural law1
Security systems2
Taxes1
Transport4