DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
lacrima f
gen. δάκρυ m
agric. πρόρρωγος; οίνος του στραγγιστηρίου
industr., construct. γυαλάδα; καννάζ
med. δάκρυ m
lacrima
: 1 phrase in 1 subject
Industry1