DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
kwashiorkor f
med. μορφή πελλάγρας εμφανιζόμενη στους διατρεφόμενους αποκλειστικά με αραβόσιτο; κουασιόρκορ inν; κακοήθης υποσιτισμός; βαριά μορφή υποθρεψίας παιδιών