DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
innesco m
earth.sc. διάσπαση
el. διακοπή; σπινθηροπαραγωγή; σπινθηρισμός εκκίνησης
IT πυροδοτώ
mater.sc. μέσο ανάφλεξης
mech.eng., el. αποκατάσταση τάσης
med. εκκινητής; πριμοδότης m; ενεργοποίηση; πριμοδότηση
innescare v
chem., mech.eng. προεγχύω
earth.sc., el. ρευματοδοτώ; να αναφλεχθεί; διεγείρω; ενεργοποιώ
innesco
: 58 phrases in 16 subjects
Chemistry3
Coal11
Communications1
Construction2
Earth sciences5
Electronics7
General2
Health care1
Industry2
Information technology2
Labor law1
Life sciences1
Mechanic engineering4
Medical3
Metallurgy10
Transport3