DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
inibire v
IT, el. παρεμποδίζω
med. αναστέλλω; αναχαιτίζω; κωλύω; καταστέλλω κατέστειλα; παρεμποδίζω παρεμπόδισα; καταπνίγω κατέπνιξα; αναστέλλω ανέστειλα; μπλοκάρω μπλόκαρα
inibire
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1