DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
ingorgo m
gen. έμφραξη; επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση; φράξιμο
chem. πλημμύρισμα
IT, el. υπέρβαση
med. υπεραιμία
transp. κυκλοφοριακή συμφόρηση; μποτιλιάρισμα; συμφόρηση συγκοινωνίας
ingorgo
: 3 phrases in 2 subjects
Communications1
Law2