DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
indurre v
gen. εξωθώ
commun. διεγείρω
med. επάγω επήγαγα; επιφέρω επέφερα; προκαλώ προκάλεσα; ωθώ ώθησα
indotto v
el. επαγώγιμο στοιχείο
mech.eng., el. οπλισμός; περιέλιξη ηλεκτρομηχανής
med. επαγωγικός; προκλητός; τεχνητός
transp. δευτερεύων; δρομέας; επαγώγιμο
indurre
: 57 phrases in 16 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Earth sciences3
Electronics11
Environment1
General2
Health care1
Industry1
Information technology2
Labor law1
Marketing2
Mechanic engineering14
Medical5
Metallurgy3
Technology1
Transport8