DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
impilaggio m
chem., el. εσχάρα f
fin. ταξινόμηση εμπορευμάτων; στοίβαγμα κατά ομάδες
industr., construct., met. γόμωση καμαρών
transp. στοιβασία f
impilaggio
: 10 phrases in 4 subjects
Construction2
Industry6
Information technology1
Metallurgy1