DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
gru f
agric. αλιεία με παρασυρόμενο δίχτυ
mech.eng. γερανός m; γερανός με πρόβολο; ανυψωτική μηχανή
nat.res. σταχτογερανός m (Megalornis grus)
transp., nautic., fish.farm. επωτίδα f; καπόνικν.
Gru f
gen. διεύθυνσις εγκάρσιας διαδρομής
grua adj.
transp., nautic., fish.farm. καπόνικν.; επωτίδα
gru
: 11 phrases in 5 subjects
Construction1
Industry1
Information technology1
Mechanic engineering4
Transport4