DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
galletto m
agric. νεοσσός; πετεινάρι
met., mech.eng. πτερυγοφόρο περικόχλιο; πεταλούδα f
nat.sc., agric. άρρην νεοσσός; αρσενικό κοτοπουλάκι; γιλάρι (Ophidion barbatum)
galletto
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Construction1