fossa | |
agric. | λάκκος |
commun. industr. construct. | αυλάκι; βαθύς πυθμένας; τάφρος |
earth.sc. geogr. | φαράγγι βυθού |
mech.eng. | πυθμένας πηγαδιού; πυθμένας φρεατίου |
nat.res. | κρυπτόπρωκτος; φόσσα |
per | |
gen. | για |
scarico | |
transp. industr. construct. | διανομή |
| |||
λάκκος | |||
αυλάκι; βαθύς πυθμένας; τάφρος | |||
φαράγγι βυθού | |||
πυθμένας πηγαδιού; πυθμένας φρεατίου | |||
βοθρίο; βόθρος; βάθυνση; εσοχή; κοίλωμα | |||
κρυπτόπρωκτος (Cryptoprocta ferox); φόσσα (Cryptoprocta ferox) | |||
διάδρομος κύλισης; κοιλότητα κύλισης |
fossa: 217 phrases in 17 subjects |