filo A | |
commun. | α αγωγός |
sbalzo | |
commun. | κτύπημα; κτύπημα από πίσω χαλασμένης φόρμας; ανακούφωμα; σταμπάρισμα |
industr. construct. | αποτύπωση σε ανάγλυφο; χάραξη |
IT | τραντάγματα |
IT dat.proc. | εξωπαραγραφοποίηση |
| |||
α αγωγός |
filo a sbalzo : 124 phrases in 15 subjects |