![]() |
filo A | |
commun. | α αγωγός |
bava | |
industr. construct. | ίνα; ίνα κουκουλιού; νήμα |
industr. construct. met. | προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου |
met. | ποντικοουρά; μαρκάρισμα κολλάρου; ρίνισμα; υπόλοιπο χάλυβα |
| |||
α αγωγός |
filato a bava : 123 phrases in 15 subjects |