DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
filante adj.
agric. πάχυνση; γλοιώδης; ελαιώδης; στρεπτόκοκκος του οίνου; πάχυνση
filanto adj.
nat.sc., agric. φίλανθος ο μελισσοφάγος (Philanthus triangulum)
filante
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Communications1