DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
feci m
gen. τα περιττώματα
med. κόπρανα; περιτώματα f
feci v
nat.sc. περιττώματα
fatto v
agric. ώριμος
IT γεγονός
law πραγματικό περιστατικό
social.sc. φτιαγμένος; μαστουρωμένος; γινωμένος
faccia v
gen. ευρωπαϊκή όψη; πρόσθια όψη; εθνική όψη; οπίσθια όψη
mech.eng. επίπεδο "πρόσωπο"
F3 v
commun. απενεργοποιημένη; κατάσταση F3
F5 v
commun. αναγνώριση εισόδου; κατάσταση F5
F7 v
commun. ενεργοποιημένη; κατάσταση F7
F2 v
commun. ανίχνευση; κατάσταση F2
F4 v
commun. αναμονή σήματος; κατάσταση F4
F6 v
commun. κατάσταση F6; συγχρονισμένη
F8 v
commun. απώλεια πλαισιοποίησης; κατάσταση F8
fare v
gen. κάνω
feci
: 279 phrases in 40 subjects
Accounting1
Agriculture13
Chemistry10
Coal1
Commerce1
Communications11
Construction2
Cultural studies2
Earth sciences7
Economics6
Electronics3
Environment1
Finances7
Fish farming pisciculture3
General12
Health care1
Hobbies and pastimes2
Immigration and citizenship3
Industry29
Information technology8
Insurance2
Labor law1
Law35
Life sciences3
Materials science1
Mechanic engineering7
Medical34
Metallurgy7
Microsoft3
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences7
Obsolete / dated1
Physical sciences3
Politics3
Procedural law3
Statistics13
Taxes2
Technology1
Transport27
Wood processing1