DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
fatto v
agric. ώριμος
IT γεγονός
law πραγματικό περιστατικό
social.sc. φτιαγμένος; μαστουρωμένος; γινωμένος
faccia v
gen. ευρωπαϊκή όψη; πρόσθια όψη; εθνική όψη; οπίσθια όψη
mech.eng. επίπεδο "πρόσωπο"
F3 v
commun. απενεργοποιημένη; κατάσταση F3
F5 v
commun. αναγνώριση εισόδου; κατάσταση F5
F7 v
commun. ενεργοποιημένη; κατάσταση F7
F2 v
commun. ανίχνευση; κατάσταση F2
F4 v
commun. αναμονή σήματος; κατάσταση F4
F6 v
commun. κατάσταση F6; συγχρονισμένη
F8 v
commun. απώλεια πλαισιοποίησης; κατάσταση F8
fare v
gen. κάνω
feci v
nat.sc. περιττώματα
 Italian thesaurus
fatt. adj.
law fattura
fatto
: 329 phrases in 42 subjects
Accounting1
Agriculture14
Chemistry10
Coal1
Commerce2
Communications16
Construction2
Cultural studies2
Earth sciences7
Economics6
Electronics3
Finances7
Fish farming pisciculture3
General20
Health care1
Hobbies and pastimes2
Immigration and citizenship3
Industry30
Information technology10
Insurance2
Labor law1
Law53
Life sciences3
Marketing2
Materials science1
Mechanic engineering7
Medical33
Metallurgy7
Microsoft3
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences7
Obsolete / dated2
Physical sciences3
Politics5
Procedural law6
Statistics14
Taxes4
Technology2
Transport28
United Nations1
Wood processing1
Work flow2