DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
factoring m
commer., fin., account. "φάκτορινγκ"; πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων; πρακτόρευση; χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων
factoring
: 8 phrases in 4 subjects
Accounting1
Commerce5
Finances1
General1