DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
fa m
gen. πριν m
fatto v
agric. ώριμος
IT γεγονός
law πραγματικό περιστατικό
social.sc. φτιαγμένος; μαστουρωμένος; γινωμένος
faccia v
gen. ευρωπαϊκή όψη; πρόσθια όψη; εθνική όψη; οπίσθια όψη
mech.eng. επίπεδο "πρόσωπο"
F3 v
commun. απενεργοποιημένη; κατάσταση F3
F5 v
commun. αναγνώριση εισόδου; κατάσταση F5
F7 v
commun. ενεργοποιημένη; κατάσταση F7
F2 v
commun. ανίχνευση; κατάσταση F2
F4 v
commun. αναμονή σήματος; κατάσταση F4
F6 v
commun. κατάσταση F6; συγχρονισμένη
F8 v
commun. απώλεια πλαισιοποίησης; κατάσταση F8
fare v
gen. κάνω
feci v
nat.sc. περιττώματα
fa
med. υφή; μυκητώδης υφή
fa
: 378 phrases in 44 subjects
Accounting1
Agriculture31
Animal husbandry6
Chemistry18
Coal3
Commerce1
Communications14
Construction4
Cultural studies2
Earth sciences7
Economics7
Electronics5
Environment5
Finances17
Fish farming pisciculture3
Food industry1
General16
Health care3
Hobbies and pastimes2
Immigration and citizenship3
Industry32
Information technology8
Insurance2
Labor law1
Law39
Life sciences4
Marketing2
Materials science1
Mechanic engineering7
Medical34
Metallurgy18
Microsoft4
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences8
Obsolete / dated1
Physical sciences3
Politics3
Procedural law3
Social science1
Statistics13
Taxes2
Technology6
Transport34
Wood processing1