![]() |
estremità | |
commun. | απόληξη; τερματισμός |
commun. transp. | άκρο |
industr. construct. | άκρια; κλωστή; φιτίλι; φάλτσο; λοξοτομή |
med. | ακραίο τμήμα; μέλος |
più | |
gen. | περισσότερος |
| |||
απόληξη; τερματισμός | |||
άκρο | |||
άκρια; κλωστή; φιτίλι; φάλτσο; λοξοτομή; πλευροτομία | |||
ακραίο τμήμα (membrum); μέλος (membrum); άκρο (extremitas) | |||
ασωλήνωτο άκρο καλωδίου |
estremità più : 231 phrases in 19 subjects |