estensione | |
gen. | εξάπλωση της πυρκαγιάς |
commun. IT | συμβάτης |
comp., MS | επέκταση |
IT el. | πεδίο ισχύος |
med. | διαστολή; επιμήκυνση; διεύρυνση; έκταση |
obs. pharma. | επέκταση φάσματος |
pharma. | επέκταση άδειας κυκλοφορίας |
mediante | |
gen. | μέσω |
filo | |
econ. | σύρμα |
| |||
συμβάτης αναβάτης ή καταβάτης | |||
επέκταση | |||
πεδίο ισχύος | |||
έκταση (extensio) | |||
επέκταση φάσματος | |||
επέκταση άδειας κυκλοφορίας | |||
πλάτος | |||
| |||
εξάπλωση της πυρκαγιάς | |||
| |||
διαστολή; επιμήκυνση; διεύρυνση |
estensione mediante filo : 132 phrases in 25 subjects |