DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
essere fisicamente idoneo all'esercizio delle funzioni
gen. έχω την απαιτούμενη σωματική ικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων μου; πληρώ τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων