DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
duplicato m
gen. αντίγραφο ταινίας
commun. αντίγραφο; διπλή τύπωσις της αυτής λέξεως; εσφαλμένη επανάληψη στοιχείου
comp., MS διπλότυπο m
cultur. αντίτυπο m
health. διπλασιασμένος; διπλός
med. αποτύπωμα f; εκμαγείο; διπλασιασμός
duplicare v
comp., MS αναπαραγάγω
IT, tech. αναπαράγω
duplicato
: 8 phrases in 5 subjects
Information technology1
Medical2
Microsoft2
Natural resourses and wildlife conservation1
Statistics2