DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
dividere v
gen. διαχωρίζω
agric. πολλαπλασιασμός με διαίρεση
comp., MS διαιρώ
med. χωρίζω χώρισα; διαχωρίζω διαχώρισα; διαμοιράζω διαμοίρασα; κόβω έκοψα; κομμένος; διακόπτω διέκοψα
dividendo v
IT, earth.sc., el. Διαιρετέος
market. μέρισμα
dividere
: 156 phrases in 13 subjects
Accounting2
Agriculture2
Communications2
Economics10
Finances85
General1
Information technology3
Law13
Marketing27
Mechanic engineering5
Medical4
Metallurgy1
Natural sciences1