DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | to phrases
dividendi m
account. μερίσματα f
dividendo v
IT, earth.sc., el. Διαιρετέος
market. μέρισμα
dividere v
gen. διαχωρίζω
agric. πολλαπλασιασμός με διαίρεση
comp., MS διαιρώ
med. χωρίζω χώρισα; διαχωρίζω διαχώρισα; διαμοιράζω διαμοίρασα; κόβω έκοψα; κομμένος; διακόπτω διέκοψα
dividendo
: 208 phrases in 14 subjects
Accounting2
Agriculture2
Communications2
Economics14
Finances116
General1
Information technology3
Law17
Marketing37
Mechanic engineering5
Medical4
Metallurgy1
Natural sciences1
Taxes3