DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
distacco m
gen. αποσύνδεση; απόσπαση; αποκοπή
chem. τρέξιμο εφυαλωμάτων
earth.sc., mech.eng. αποκόλληση
industr., construct., met. άδειασμα καλουπιού
life.sc. αποχωρισμός m; απόσπασις
med. αποσυγκόλληση; αποσύνδεση
transp. αποκόλληση από την γήινη επιφάνεια; αποκόλληση από τη γήινη επιφάνεια
transp., el. αποκόλληση ενός παντογράφου; απόσπαση ενός παντογράφου
distacco
: 29 phrases in 11 subjects
Communications2
Earth sciences6
Finances2
General1
Industry4
Information technology1
Labor law2
Medical7
Natural sciences1
Politics1
Transport2