DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
dismenorrea intermestruale
med. ωοθυλακιορρητικός πόνος; ωοθυλακιορρητικό άλγος; πόνος μεταξύ εμμηνορρυσιών; πόνος σχετιζόμενος με την ωοθυλακιορρηξία