DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
degrado m
environ. Αποσάθρωση του εδάφους; αποδιάβρωση του εδάφους
IT Υποβάθμιση
med. κατάπτωση; φθορά f
degradare v
gen. υποβαθμίζω
chem. ελάττωση του χρωματικού τόνου; ξάνοιγμα; αποδομούμαι; διασπώ; διασπώμαι
obs., chem. αποικοδομούμαι
degrado
: 6 phrases in 4 subjects
Earth sciences1
Economics1
Environment2
Industry2