DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
dado ad alette
met., mech.eng. πτερυγοφόρο περικόχλιο; περικόχλειο αντίχειρα; περικόχλιο χειρός; περικόχλιο τύπου πεταλούδας; πεταλούδα f