DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
curare v
gen. θεραπεύω
med. περιθάλπω περιέθαλψα; θεραπεύω θεράπευσα; γιατρεύω γιάτρεψα
curando v
fin. προστασία συμφερόντων
curare
: 3 phrases in 3 subjects
Environment1
Finances1
Law1