DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
corona f
agric. δεύτερη φάλαγγα; κώνος σύρσεως κορμού
agric., industr. επίπεδο φυλλώματος; χέρι συλλογής
chem. επιφανειακό ελάττωμα εξαιτίας διαλυτών αλάτων; φουσκώματα άκρων; δακτυλίδι για βαθύ ελκυσμό
cultur. στεφάνι
el. άλως; ηλεκτρική απορροή
industr., construct. κορώνα
mech.eng. εξωτερικός ήλιος; εσωτερική οδόντωση; οδοντωτή στεφάνη; στεφάνη οδοντωτού τροχού
mech.eng., el. ζυγός στήριξης πόλων
med. στεφάνη; στεφάνη δοντιού (corona dentis)
transp. στέμμα f
transp., industr., construct. κορόνα
transp., mech.eng. δομικό πλαίσιο; ζεύγος m; ζεύγος ροπής; νομέας
transp., tech., law δακτυλιοειδής επιφάνεια
corona n
med. μύλη δοντιού (corona dentis)
corona
: 122 phrases in 19 subjects
Agriculture8
Coal1
Communications1
Earth sciences4
Economics1
Electronics3
Finances4
General1
Industry8
Information technology1
Law3
Life sciences2
Mechanic engineering27
Medical25
Metallurgy1
Municipal planning1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences8
Transport22