DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
coperchio m
med. επίπωμα; καλύπτρα f
coperchio v
agric. κάλυμμα με ηλεκτροχειριστή
coal., met. κάλυμμα στομίου πληρώσεως
industr., construct. καπάκι
industr., construct., met. πορτάκι φούρνου δοχείων; πυρίμαχο κινητού φράγματος
mech.eng. επικάλυμμα; σκέπασμα
med. κάλυμμα
met. άνω πλαίσιο
nucl.pow. κεφαλή
coperchio
: 101 phrase in 14 subjects
Agriculture4
Chemistry4
Construction1
Earth sciences1
Electronics2
Industry7
Information technology2
Life sciences2
Marketing1
Materials science9
Mechanic engineering37
Metallurgy5
Municipal planning3
Transport23