![]() |
| |||
εντολή | |||
χειρισμός; έλεγχος | |||
έλεγχος ανοικτού βρόγχου; άμεση εντολή | |||
απόσπαση | |||
διεύθυνση προσώπων | |||
συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
όργανο χειρισμού | |||
χειριστήριο | |||
| |||
αποσπώ; διατάσσω | |||
οδηγώ | |||
| |||
κύμινο (Carum carvi L., Carum carvi) | |||
κύμινον (Cuminum cyminum, Cuminum odorum, cuminum cyminum linnaeus); κύμινον το ήμερον (Cuminum cyminum, Cuminum odorum, cuminum cyminum linnaeus) | |||
| |||
απώλεια συνείδησης (exanimatio) |
comando : 1007 phrases in 25 subjects |