DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
coagulato v
chem. πηγμένη ουσία (coagulum)
coagulo v
med. πήγμα; θρόμβος; θρόμβος αίματος; πήγμα αίματος; σβώλος
coagulare v
agric. περιστρέφω
med. πήζω; πήζω έπηζα; συγκολλώ συγκόλλησα
coagulato
: 18 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Chemistry1
Medical15