cella dati | |
IT | Κύτταρο δεδομένων |
misura | |
account. | μέτρηση |
environ. | μέτρα/ |
IT | πληθικός αριθμός |
stat. nat.sc. chem. | αριθμητική τιμή; μέτρο |
misurando | |
chem. | μετρούμενη ποσότητα; υπό μέτρηση ποσότητα |
misurare | |
gen. | μετρώ & μετράω |
| |||
Κύτταρο δεδομένων |
cella di misura : 127 phrases in 18 subjects |