DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
carburante diesel
chem. πετρέλαιο κίνησης; πετρέλαιο ντήζελ
coal., chem., el. έλαιο ντήζελ; πετρέλαιο μηχανής εσωτερικής καύσης
hobby, cultur., chem. καύσιμα ντίζελ
oil πετρέλαιο μηχανών εσωτερικής καύσης