carbammati | |
chem. | καρβαμιδική ένωση; καρβαμιδικό άλας; καρβαμιδικός εστέρας |
carbammato | |
chem. | καρβαμιδικό; καρβαμική ένωση; καρβομιδική ένωση |
dati | |
stat. | στοιχεία |
di | |
gen. | του |
ammonio | |
med. | αμμώνιο |
| |||
καρβαμιδικό; καρβαμική ένωση; καρβομιδική ένωση | |||
καρβαμικό | |||
| |||
καρβαμιδική ένωση; καρβαμιδικό άλας; καρβαμιδικός εστέρας |
carbammato di ammonio : 3 phrases in 1 subject |
Chemistry | 3 |