DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
capitale di prestito
econ., fin. δανειακό κεφάλαιο; κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου
law, market. δανειακό κεφάλαιο; εξωτερικό κεφάλαιο; κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου; πιστωτικό κεφάλαιο
capitale di prestito
: 3 phrases in 1 subject
Finances3