DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
capitale di dotazione
econ., fin., account. αρχικό κεφάλαιο
fin. απόθεμα κεφαλαίου; μετοχικό κεφάλαιο επιχείρησης
law, market. κεφάλαια προικοδότησης