DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
bordino m
gen. κυλινδρική θήκη ελαστικού
chem., el. αναδιπλωμένο άκρο; κορδόνι
met. μαρκάρισμα κολλάρου
bordini m
met. μαρκαρίσματα που προκαλούνται από τα κολλάρα των ρόλλων
bordino
: 19 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Mechanic engineering6
Metallurgy1
Transport11