DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
blocco di ancoraggio
construct. βάθρο αγκύρωσης; διάζωμα; μονόλιθος αγκύρωσης; δοκός διανομής
industr., construct., chem. Mπλόκ συγκράτησης ντεμπιτέζ
transp., mech.eng. βάθρο αγκίστρωσης; βάση στερέωσης