DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
bisello m
industr., construct. λανθασμένη κοπή; λοξή κοπή; φαλτσοκόψιμο
industr., construct., mech.eng. λοξοτομίαλοξή,πλαγία τομή
industr., construct., met. επεξεργασία άκρων; μπιζουτάρισμα
bisello
: 28 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Industry27