DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
berretto m
med. σκούφος; θήκη που χρησιμοποιείται σαν προστατευτικό μέσο κατά της ακτινοβολίας Roe; καλύπτρα; καλύπτρα των εγκεφαλικών σκελών
berretto
: 4 phrases in 2 subjects
Industry3
Medical1