DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
avvolgitore m
industr., construct., chem. διάταξη συλλογής; συσκευή συλλογής δια περιτυλίξεως
IT τύμπανο περιέλιξης; τύμπανο περιτύλιξης
lab.law. περιελικτής μπομπινών βιομηχανίας
avvolgitore
: 11 phrases in 6 subjects
Chemistry1
Communications2
Cultural studies2
Labor law1
Mechanic engineering3
Metallurgy2