DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
avulsione f
gen. απορρωγή,απόσπαση; αποτομή,απόσπαση
med. απόσπασις (avulsio); εξαίρεσις (avulsio); εξόρυξις (avulsio); απεξάρθρωση; απόσπαση; αφαίρεση; εξόρυξη