DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
autenticare v
gen. επιβεβαιώνω την ταυτότητα ενός αντίγραφου με το πρωτότυπο; επιβεβαιώνω το γνήσιο της αντιγραφής
commun., IT πιστοποιώ την ταυτότητα
autentico adj.
gen. αυθεντικός; γνήσιος
autentico
: 12 phrases in 7 subjects
Finances1
General1
Immigration and citizenship1
Information technology3
Law4
Politics1
Transport1