![]() |
attività di riserva | |
fin. | αποθεματικό μέσο; αποθεματικό στοιχείο ενεργητικού; διαθέσιμα; αποθεματικό μέσο; αποθεματικό στοιχείο ενεργητικού; διαθέσιμα |
Ino | |
med. | ινοσίνη |
in | |
gen. | σε |
valuta | |
econ. account. | ξένο νόμισμα |
| |||
αποθεματικό μέσο; αποθεματικό στοιχείο ενεργητικού; διαθέσιμα |
attività di riserva in valuta : 7 phrases in 2 subjects |
Finances | 5 |
Law | 2 |