DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
arrestare v
comp., MS τερματίζω
econ., mech.eng. αναστέλλω; δεσμεύω; εμποδίζω; κρατώ; σταματώ
immigr. συλλαμβάνω
met. θέση εκτός λειτουργίας; θέτω εκτός λειτουργίας
arresto v
gen. συλληφθέν
earth.sc., el. ηλεκτροβαλβίδα αναστολής
econ. σύλληψη
immigr. ανίχνευση
industr., construct., mech.eng. αρπάγη; καστάνια; νύχι
IT, dat.proc. "με κλείδωμα"
IT, el. μπλοκάρισμα
law μέσα καταναγκασμού; παύση
mech.eng. κράτηση κινητήρα; αντιστήριγμα; στόπερ; στοπ; σταθεροποιητής; συγκρατητής
med. αναστολή; παρεμπόδιση
met. θέτω εκτός λειτουργίας
nucl.phys. κράτηση αντιδραστήρα
transp. σφήνωση
transp., mech.eng. επίσχετρο; όνυχας συγκράτησης; άγκιστρο ασφάλισης
transp., mil., grnd.forc. στάθμευση; στάση
arresti v
gen. συλλήψεις
Arresta v
comp., MS Λειτουργία
arrestare
: 331 phrases in 28 subjects
Agriculture7
Astronautics2
Chemistry3
Communications14
Construction1
Criminal law2
Earth sciences7
Electronics7
Environment1
General18
Health care3
Human rights activism1
Immigration and citizenship1
Industry12
Information technology21
Insurance1
Law18
Life sciences1
Materials science2
Mechanic engineering77
Medical12
Metallurgy4
Microsoft4
Nuclear physics1
Social science1
Statistics3
Technology3
Transport104