DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
areca adj.
agric. βλάστημα τερμάτων φοίνικα ή φοινικώδους κράμβης; καρδιά φοίνικα ή φοινικώδους κράμβης
nat.res. αρέκα η κατεχού (Areca catechu)
areca
: 4 phrases in 1 subject
Agriculture4